- Μπέρμιγχαμ
- I
(Birmigham). Πόλη (1.008.381 κάτ. το 2002) της Μεγάλης Βρετανίας, στα Β της Αγγλίας. Το Μ., που ιδρύθηκε από τους Ρωμαίους ως μικρός σταθμός, υπήρξε ασήμαντο χωριό κατά τον Μεσαίωνα και άρχισε να αποκτά ιδιαίτερη σημασία μόνο κατά τον 17ο αι., όταν ανακαλύφθηκαν κοιτάσματα άνθρακα στο Tεν Γιάρντ Kόουλ. Παρ’ όλα αυτά, η πόλη έως τον 18ο αι. δεν ξεπέρασε σε πληθυσμό τους 15.000 κατοίκους και χρειάστηκε να περιμένει την εκβιομηχάνιση που παρατηρήθηκε τον επόμενο αιώνα για να αναπτυχθεί. Το σημερινό Μ. έχει ξεπεράσει το ένα εκατομμύριο κατοίκους και περιβάλλεται από πυκνό κύκλο πόλεων-δορυφόρων. Ένας δακτυλιοειδής περιφερειακός δρόμος ταχείας κυκλοφορίας τονίζει τα λειτουργικά χαρακτηριστικά της μητρόπολης. Μεγάλο βιομηχανικό κέντρο, ένα από τα θεμέλια της βρετανικής οικονομίας, διαθέτει βαριές και ελαφρές μονάδες μεταλλουργίας και μηχανουργίας (που κατεργάζονται σχεδόν αποκλειστικά σίδηρο, ο οποίος εισάγεται από την Ισπανία και τη Σουηδία), υφαντουργίας, χημικών προϊόντων και υαλουργίας. Πολύπλοκο και αποδοτικό το δίκτυο των οδικών και σιδηροδρομικών συγκοινωνιών με τις γύρω περιοχές, εξυπηρετεί μια αξιοσημείωτη εμπορική κίνηση.II
Το μέγαρο του πανεπιστήμιου στην πλατεία Τζόζεφ Τσάμπερλεν στο Μπέρμιγχαμ. Ο Βρετανός πολιτικός, ο οποίος είχε γεννηθεί στο Μπίρμιγχαμ, συντέλεσε σημαντικά στην ανάπτυξη της πόλης.
Πόλη (244.700 κάτ.) των ΗΠΑ, στην πολιτεία της Aλαμπάμα. Είναι σημαντικό βιομηχανικό κέντρο, με μεγάλες επιχειρήσεις κατεργασίας σιδήρου και χάλυβα, αυτοκινητοβιομηχανία, εργοστάσια τυποποίησης τροφίμων κ.ά. Η πόλη αυτή ιδρύθηκε το 1871 και, χάρη στα ορυχεία γαιάνθρακα και σίδηρου που βρέθηκαν στη γύρω περιοχή της, αναπτύχθηκε με γοργό ρυθμό.
Dictionary of Greek. 2013.